- κατεβατός
- η , ό1) наклонный, покатый; 2) горный (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατεβατός — ή, ό 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό. 2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεβατός — ή, ό [κατεβάζω] 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά 2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός 3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατό α) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ. β) μακροσκελής… … Dictionary of Greek
ακατέβατος — η, ο 1. ο ακατέβαστος 2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει «ακατέβατος γκρεμός» 3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση «ακατέβατες τιμές» και επίρρ. ακατέβατα χωρίς καμιά έκπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβατός <… … Dictionary of Greek
κατεβατό — το βλ. κατεβατός … Dictionary of Greek
φεγγαροκατέβατος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που μοιάζει σαν να κατέβηκε από το φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατεβαίνω (πρβλ. ουρανο κατέβατος)] … Dictionary of Greek